μυασθένεια

μυασθένεια
η
ιατρ. α) πάθηση που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση τής μυϊκής ισχύος
8) φρ. «βαρεία μυασθένεια» — πάθηση που αποτελεί συνέπεια τής διαταραχής τής λειτουργίας τής νευρομυϊκής σύναψης και χαρακτηρίζεται από προοδευτική και ταχεία εξάντληση τής μυϊκής ισχύος κατά τη διάρκεια επαναλαμβανόμενων ή συνεχών προσπαθειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myasthenie < μύς + ασθένεια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυασθένεια Γκράβις — Αυτοάνοσος νόσος, κατά την οποία οι μύες –ειδικά του προσώπου, του λαιμού και των άκρων– αδυνατίζουν και κουράζονται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • μυασθενικός — ή, ό [μυασθένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στη μυασθένεια 2. αυτός που πάσχει από μυασθένεια …   Dictionary of Greek

  • μυοπαθητικός — ή, ό [μυοπάθεια] φρ. «μυοπαθητικό προσωπείο», ιατρ. η χαλαρή, κουρασμένη έκφραση τού προσώπου τών ατόμων που πάσχουν από μυοδυστροφία ή από μυασθένεια, λόγω αδυναμίας ή ατροφίας τών μιμικών μυών …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”